πολύγυνος

πολύγυνος
-η, -ο, Ν
βοτ. φρ. «πολύγυνο άνθος» — το άνθος που έχει πολλούς στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polygynous < poly- (< πολυ-*) + -gynous (< -γυνος < γυνή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”